εξοντώνομαι

εξοντώνομαι
εξοντώνομαι, εξοντώθηκα, εξοντωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλληλοεξοντώνομαι — εξοντώνω κάποιον και ταυτόχρονα εξοντώνομαι από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + εξοντώνω ( ομαι). ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλοεξόντωση] …   Dictionary of Greek

  • προαποσβέννυμαι — Α 1. σβήνομαι εκ τών προτέρων ή σβήνομαι πρώτος 2. μτφ. α) εξοντώνομαι, εξαλείφομαι προηγουμένως β) πεθαίνω πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποσβέννυμαι «εκλείπω, εξασθενώ, αφανίζομαι, πεθαίνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”